αρνάδα

αρνάδα
η
1. θηλυκό πρόβατο λίγων μηνών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη
2. προβατίνα οποιασδήποτε ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αρνάς, κατά το αμνάς (αμνάδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρνάδα — η προβατίνα ενός ή δύο χρονών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • -άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… …   Dictionary of Greek

  • αμνάδα — η (Α ἀμνάς, άδος) το μικρής ηλικίας θηλυκό πρόβατο, αρνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμνάς, θηλυκό τής λ. ἀμνός*] …   Dictionary of Greek

  • αμνίς — ἀμνὶς ( ίδος), η (Α) [ἀμνός] αμνάδα, αρνάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”